- τιμώ
- (I)-έω, Α(δωρ. τ.) βλ. τιμώ.————————(II)-όω, Ατιμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, -όω)].————————τιμῶ, -άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, -έω, Α [τιμή]1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», ΠΔβ. «σέβεσθαι καὶ τιμᾱν τοὺς θεούς», Ξεν.)2. προσφέρω σε κάποιον κάτι ως έκφραση τιμήςνεοελλ.1. κάνω, φέρνω τιμή σε κάποιον, τόν εξυψώνω (α. «μάς τίμησε με την παρουσία του» β. «σέ τιμά η ειλικρίνειά σου»)2. μέσ. τιμώμαι(αμτβ.) (για πράγμ.) έχω καθορισμένη αγοραστική αξία, στοιχίζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τιμημένος, -η, -οα) έντιμος, τίμιος, ευυπόληπτοςβ) (για γυναίκα) αγνή, ηθική4. παροιμ. α) «Βασίλη, τίμα τον παπά κι εσύ παπά έχε γνώση» — δηλώνει ότι έχουμε χρέος να σεβόμαστε τους ανωτέρους αλλά και αυτοί πρέπει να είναι αντάξιοι τής θέσης τουςβ) «τίμα τον ατίμητο να μη σέ ξετιμήσει» — μην εκδηλώνεις φανερά την περιφρόνηση σου στους κακούς και ανάξιους για να μη σέ βλάψουναρχ.1. (σχετικά με πράγμ.) αποδίδω μεγάλη αξία σε κάτι («τί τὴν τυραννίδ', ἀδικίαν εὐδαίμονα, τιμᾷς ὑπέρφευ...;», Ευρ.)2. προτιμώ («αὐτὸς δὲ σώζει τόνδε τιμήσας λόγον», Αισχύλ.)3. ορίζω την τιμή, ενός πράγματος4. (στους Αττ. συγγραφείς) (ως δικανικός όρος) (για τον δικαστή) επιβάλλω ποινή («τιμάτω τὸ δικαστήριον... ὅ,τι ἄν δέῃ πάσχειν τὸν ἡττηθέντα», Πλάτ.)5. (μέσ. και παθ.) α) (ενν. τὴν οὐσίαν) έχω διατιμημένη την περιουσία μουβ) διατιμώ, εκτιμώ την αξία ενός πράγματος («διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο αὐτοῡ ὁ πάππος», Λυσ.)γ) (ως δικανικός όρος) i) δέχομαι την ποινή που μού επιβάλλουν οι δικαστέςii) (για τους διαδίκους, τον κατήγορο ή τον κατηγορούμενο) προτείνω ποινή (α. «εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾱσθαι», Πλάτ.β. «ἔτι τοίνυν ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι», Πλάτ.)6. (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ. ως ουσ.) οἰ τιμώμενοι και οἱ τετιμημένοιαυτοί που κατέχουν αξιώματα ή και αυτοί που γίνονται ή έχουν γίνει αντικείμενο τιμητικών εκδηλώσεων από τους άλλους7. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ τιμώμενονη τιμή («τῆς τε πόλεως ὑμᾱς εἰκὸς τῷ τιμωμένῳ ἀπὸ τοῡ ἄρχειν, ᾧσπερ ἅπαντες ἀγάλλεσθε, βοηθεῑν», Θουκ.)8. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) τὸ τιμηθένη διατίμηση, η εκτίμηση τής χρηματικής αξίας ενός πράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.